αθέμιτος

αθέμιτος
-η, -ο (Α ἀθέμιτος, -ον)
αυτός που παραβαίνει τους νόμους, τα καθιερωμένα, την ηθική τάξη, μη θεμιτός, άνομος, ανήθικος
φρ. «αθέμιτος ανταγωνισμός», «αθέμιτοι πράξεις», «αθέμιτοι εταιρείαι», «αθέμιτα έργα»
νεοελλ.
φρ. «άρρητα αθέμιτα» (ή κατά παρετυμολογία «άρρατα θέματα»), ανοησίες, άλλα αντί άλλων
«θεμιτά κι αθέμιτα», νόμιμα και παράνομα, με κάθε μέσο ή τρόπο
αρχ.
ασεβής, ανόσιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + θέμις.
ΠΑΡ. μσν. ἀθεμιτόγαμος, ἀθεμιτομιξία, ἀθεμιτοφάγος
νεοελλ.
αθεμιτοποιός, αθεμιτοπραγία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀθέμιτος — ἄθεμις lawless masc/fem gen sg ἀθέμιστος unlawful masc/fem nom sg ἀθέμιτος unlawful masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αθέμιτος — η, ο επίρρ. α αυτός που γίνεται αντίθετα από το νόμο, αντίθετα από τα καθιερωμένα: Οι σχέσεις που είχαν ήταν αθέμιτες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αθέμιτος ανταγωνισμός ή συναγωνισμός — Στο καθεστώς της ελεύθερης οικονομίας, ο οικονομικός ανταγωνισμός (ή συναγωνισμός) κατοχυρώνεται και προστατεύεται από τους νόμους και το σύνταγμα. Ο τρόπος άσκησής του όμως δεν πρέπει, σύμφωνα με τον νόμο, να υπερβαίνει ορισμένα όρια που… …   Dictionary of Greek

  • ἀθεμιτώτερον — ἀθέμιστος unlawful masc acc comp sg ἀθέμιστος unlawful neut nom/voc/acc comp sg ἀθέμιστος unlawful adverbial ἀθέμιτος unlawful masc acc comp sg ἀθέμιτος unlawful neut nom/voc/acc comp sg ἀθέμιτος unlawful adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παναθέμιτος — παναθέμιτος, ον (Μ) εξ ολοκλήρου αθέμιτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἀθέμιτος] …   Dictionary of Greek

  • ἀθεμίτως — ἀθέμιστος unlawful adverbial ἀθέμιστος unlawful masc/fem acc pl (doric) ἀθέμιτος unlawful adverbial ἀθέμιτος unlawful masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθέμιτον — ἀθέμιστος unlawful masc/fem acc sg ἀθέμιστος unlawful neut nom/voc/acc sg ἀθέμιτος unlawful masc/fem acc sg ἀθέμιτος unlawful neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Avdeliodis — Dimos Avdeliodis (griechisch Δήμος (Αριστόδημος) Αβδελιώδης; * 1952 in Mesa Didyma) auf der griechischen Insel Chios ist ein Film und Theaterregisseur und Schauspieler. Dimos Avdeliodis studierte an der Philosophischen Fakultät der Universität… …   Deutsch Wikipedia

  • Dimos Avdeliodis — (griechisch Δήμος (Αριστόδημος) Αβδελιώδης, * 1952 in Mesa Didyma) auf der griechischen Insel Chios ist ein Film und Theaterregisseur und Schauspieler. Dimos Avdeliodis studierte an der Philosophischen Fakultät der Universität Athen,… …   Deutsch Wikipedia

  • άθεσμος — ἄθεσμος, ον (AM) ο εκτός ηθικής τάξεως, αθέμιτος, παράνομος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + θεσμός. ΠΑΡ. ἀθεσμόβιος, ἀθεσμοπραγία, ἀθεσμοσύνη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”